ἄμυδις

ἄμυδις
ἄμυδις, zugleich, zusammen, mit einander, von Ort u. Zeit; zu gleicher Zeit, alsbald; zugleich mit dem Vorhergehenden; vereint

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἅμυδις — ἄμυδις , ἄμυδις together indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμυδις — ἄμυδις επίρρ. (αιολικός τύπος του ἅμα) (Α) 1. (για χρόνο) κατά τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί 2. (για τόπο) στον ίδιο τόπο, μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναλογικά πιθ. προς τον τ. ἄλλυδις < ἄλλος, που παράγεται με κώφωση του ο σε υ και ψίλωση. Σχετικά …   Dictionary of Greek

  • ἄμυδις — together indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβη — (I) ἡ, Α παγωμένη πρωινή δροσιά, πάχνη («μή μ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τού στείβω «πατώ με τα πόδια, πιέζω» αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό ῑ , πιθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”